- ελληνοαιγυπτιακός
- -ή, -όο ελληνικός και ο αιγυπτιακός ταυτόχρονα, ο αιγυπτοελληνικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.